- ηλίβατος
- ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, -ον (Α)1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.)3. (για τη φωτιά) αυτός που ανεβαίνει ψηλά4. (για σπηλιές, κρυψώνες κ.λπ.) βαθύς5. μτφ. μεγάλος («ἠλίβατος εὐήθεια», Πορφ.)6. μτφ. τεράστιος, υπέρμετρος, υπέρογκος («κύματος ἠλιβάτου», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, < *ηλιτό-βατος «άβατος, δύσβατος» με συλλαβική ανομοίωση. Το α΄ συνθετικό συνδέεται στην περίπτωση αυτή με τη ρίζα αλιτ- (βλ. λ. αλείτης), το δε αρχικό η- οφείλεται σε μετρική έκταση, άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη τού επιθ. ηλιτό-μηνος*. Η διάκριση β΄ συνθετικού (< βαίνω) θεωρήθηκε από πολλούς λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση τών αρχαίων και αμφισβητήθηκε, ενισχύεται όμως από την ύπαρξη τού επιθ. ηλι-βάτας (τράγος) «(τράγος) που συχνάζει σε απόκρημνα μέρη». Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από θ. λιβ- με προθεματικό φωνήεν και κατάλ. -ατος (πρβλ. μέσ(σ)-ατος, τρίτ-ατος). Στην περίπτωση αυτή το θ. συνδέεται με το β' συνθετικό τού αιγίλιψ*«απόκρημνος» και τής γλώσσας τού Ησυχίου ά-λιψ «εκεί που δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις»].
Dictionary of Greek. 2013.